χέρνα

χέρνα
χέρνᾱ , χέρνα
poverty
fem nom/voc/acc dual
χέρνᾱ , χέρνα
poverty
fem nom/voc sg (doric aeolic)
χέρνᾱ , χέρνη
poverty
fem nom/voc/acc dual
χέρνᾱ , χέρνη
poverty
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χέρνα — και χέρνη, ἡ, Α πενία, φτώχεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. επινοημένος από τους γραμματικούς για να διευκολυνθεί η ετυμολόγηση τής λ. χερνής*] …   Dictionary of Greek

  • χέρνη — ἡ, Α βλ. χέρνα …   Dictionary of Greek

  • χερνής — ῆτος, και χέρνης, ητος, και δωρ. τ. χερνάς, ᾱτος, ό, και τ. θηλ. χερνῆτις, ήτιδος, και χερνῆσσα, ήσσης, Α 1. αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας, φτωχός (α. «γυνὴ χερνῆτις ἀληθής», Ομ. Ιλ. β. «οἱ χερνῆτες οὗτοι δ εἰσίν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”